γαυριάζω

γαυριάζω
αμετ.
1) находиться в состоянии течки, в состоянии полового возбуждения; 2) проявлять всю свою активность, энергию; отдавать все силы (какому-л. делу)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γαυριάζω" в других словарях:

  • γαυριάζω — 1. (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική ορμή, βαρβατεύω 2. γαυριώ*, καμαρώνω 3. εκδηλώνω όλη μου τη ζωτικότητα για να πετύχω κάτι 4. εξαγριώνομαι, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαυριώ, με μεταπλασμό κατά τα εις ζω (πρβλ. ρουφίζω… …   Dictionary of Greek

  • γαυρίασμα — το [γαυριάζω] 1. οργασμός για συνουσία 2. γαυρίαμα*, αλαζονεία …   Dictionary of Greek

  • γαυριάς — ο αυτός που διακατέχεται από οργασμό για συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαυριάω, διαλεκτικός τύπος τού γαυριάζω] …   Dictionary of Greek

  • γαυρώνω — [γαύρα] γαυριάζω, έχω ορμή για συνουσία …   Dictionary of Greek

  • γαύρα — η η αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαυριάζω, με υποχωρητικό σχηματισμό] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»